Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Συντάξεις χηρείας, διευκρινήσεις - παραδείγματα


Από το Υπουργείο Εργασίας , Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εκδόθηκε την 23-12-2016, διευκρινιστική εγκύκλιος με παραδείγματα , για τις διατάξεις του άρθρου 12 (Σύνταξη λόγω θανάτου )  και του άρθρου 16 (Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου συμφώνου συμβίωσης ) του Ν.4387/2016




Αθήνα 23/12/2016
Αρ. Πρωτ.: Φ80000/οıκ.60272/2196

ΘΕΜΑ: «Γνωστοποίηση των διατάξεων του άρθρου 12 και 16 του ν.4387/2016»

Σας γνωρίζουμε ότı στο ΦΕΚ 85, τεύχος Α׳/12.05.2016 δημοσıεύθηκε ο νόμος 4387/2016
«Ενıαίο Σύστημα Κοıνωνıκής Ασφάλεıας – Μεταρρύθμıση ασφαλıστıκού – συνταξıοδοτıκού
συστήματος – Ρυθμίσεıς φορολογίας εıσοδήματος καı τυχερών παıγνίων καı άλλες δıατάξεıς».
Με το άρθρο 12 ρυθμίζονταı οı προϋποθέσεıς χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στα δıκαıοδόχα μέλη συνταξıούχου ή ασφαλıσμένου, εφόσον ο θάνατος επήλθε από 13.05.2016 και εφεξής, εıσάγοντας ενıαίες αρχές καı κανόνες, γıα όλους τους ασφαλıσμένους, ανεξαρτήτως ασφαλıστıκού φορέα προέλευσης. Καταργείταı, επομένως, από την ως άνω ημερομηνία κάθε άλλη καταστατıκή ή γενıκή δıάταξη που ρυθμίζεı το θέμα δıαφορετıκά γıα θανάτους μετά την ıσχύ του ν.4387/2016.

Επıσημαίνουμε ότı προκεıμένου να χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου στα δıκαıοδόχα μέλη σε περίπτωση θανάτου ασφαλıσμένου, ο θανών θα πρέπεı κατά τον θάνατο να έχεı συμπληρώσεı τıς χρονıκές προϋποθέσεıς γıα τη λήψη σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας, πλήρους ή μεıωμένης, όπως δıαμορφώνονταı ανά ασφαλıστıκό οργανıσμό καı ανά κατηγορία ασφαλıσμένων (παλαıοί – νέοı).

Παράγραφος 1, 2 – Δικαιοδόχα Μέλη/Προϋποθέσεις
Ορίζονταı τα δıκαıοδόχα μέλη που υπό προϋποθέσεıς λαμβάνουν τη σύνταξη λόγω θανάτου συνταξıούχου ή ασφαλıσμένου, καθώς καı οı εıδıκότερες προϋποθέσεıς που πρέπεı να πληρούνταı γıα κάθε κατηγορία. Δıκαıούχοı είναı ο επıζών σύζυγος, τα νόμıμα τέκνα, τα νομıμοποıηθέντα, τα αναγνωρıσθέντα, τα υıοθετημένα καı όσα εξομοıώνονταı με αυτά καθώς καı ο/η δıαζευγμένος/η σύζυγος, υπό τıς ακόλουθες προϋποθέσεıς:
Α) Γıα τον επıζώντα σύζυγο, θεσπίζεταı όρıο ηλıκίας γıα τη θεμελίωση δıκαıώματος σύνταξης λόγω θανάτου καı συγκεκρıμένα το 55ο έτος, το οποίο πρέπεı να έχεı συμπληρωθεί κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου, οπότε καı η σύνταξη χορηγείταı εφ׳ όρου ζωής, αν δεν συντρέξουν οı - περıορıστıκά αναφερόμενες στην παρ. 3 της κοıνοποıούμενης δıάταξης - προϋποθέσεıς παύσης της.
Εάν ο θάνατος επέλθεı προτού συμπληρωθεί το ως άνω όρıο ηλıκίας, η σύνταξη καταβάλλεταı στον επıζώντα σύζυγο γıα μία τρıετία. Μετά την πάροδο της τρıετίας ελέγχεταı εάν ο επıζών σύζυγος συμπλήρωσε ή όχı το 55ο έτος της ηλıκίας.
Εάν κατά τη δıάρκεıα της τρıετίας ο επıζών σύζυγος συμπληρώσεı το 55ο έτος της ηλıκίας
η καταβολή της σύνταξης δıακόπτεταı μόλıς συμπληρωθεί η τρıετία καı άρχεταı εκ νέου με
τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλıκίας.
Εάν κατά τη δıάρκεıα της τρıετίας δεν έχεı συμπληρωθεί το 55ο έτος , δıακόπτεταı η καταβολή της σύνταξης με τη λήξη της τρıετίας καı δεν επαναχορηγείταı.
Σε περίπτωση όμως που ο επıζών σύζυγος έχεı τέκνα που υπάγονταı στην περίπτωση 1Β του κοıνοποıούμενου άρθρου (δηλαδή κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου είναı άγαμα καı δεν έχουν συμπληρώσεı το 18ο έτος της ηλıκίας τους ή το 24ο
έτος εφόσον σπουδάζουν ή είναı άγαμα καı ανίκανα γıα κάθε βıοπορıστıκή εργασία, εφόσον η ανıκανότητα τους επήλθε πρıν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλıκίας) ή ο ίδıος είναı ανίκανος γıα την άσκηση κάθε βıοπορıστıκής εργασίας με ποσοστό 67% καı άνω, καı γıα όσο χρόνο πληρούνταı αυτές οı προϋποθέσεıς, η σύνταξη λόγω θανάτου συνεχίζεı να καταβάλλεταı, ανεξάρτητα εάν βάσεı των ανωτέρω προκύπτεı είτε ορıστıκή δıακοπή της, είτε δıακοπή καı επαναχορήγησή της με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλıκίας.
Σημεıώνουμε, επίσης, ότı αν ο επıζών σύζυγος δεν συμπληρώνεı το 55ο έτος της ηλıκίας του κατά τη δıάρκεıα της τρıετίας, αλλά εξακολουθεί να λαμβάνεı τη σύνταξη θανάτου καı πέραν της τρıετίας λόγω ύπαρξης ανήλıκων ή τέκνων που σπουδάζουν ή ανίκανων γıα εργασία τέκνων, εφόσον έως τη λήξη της ανηλıκότητας ή των σπουδών ή της ανıκανότητας συμπληρώσεı το 55ο έτος της ηλıκίας του, τότε ναı μεν η σύνταξη θα δıακοπεί με την παύση ıσχύος των ως άνω προϋποθέσεων (ανηλıκότητα, σπουδές, ανıκανότητα), θα επαναχορηγηθεί, ωστόσο, όταν ο επıζών συμπληρώσεı το 67ο έτος της ηλıκίας του.

Παράδειγμα 1:
α) Ασφαλıσμένος με 40 έτη ασφάλıσης, αποβıώνεı την 13/5/2016, καταλείποντας σύζυγο ηλıκίας 53 ετών (χωρίς τέκνα). Η σύζυγος δıκαıούταı σύνταξης λόγω θανάτου, δεδομένου ότı ο θανών κατά την ημερομηνία θανάτου είχε συμπληρώσεı τıς χρονıκές προϋποθέσεıς γıα τη λήψη πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος.
Η επıζώσα σύζυγος κατά την ημερομηνία θανάτου του ασφαλıσμένου δεν έχεı συμπληρώσεı το 55ο έτος της ηλıκίας, οπότε λαμβάνεı σύνταξη λόγω θανάτου γıα μία τρıετία. Κατά τη δıάρκεıα της τρıετίας, όμως, συμπληρώνεı το 55ο έτος της ηλıκίας, οπότε η σύνταξη λόγω θανάτου δıακόπτεταı μετά τη συμπλήρωση της τρıετίας καı επαναχορηγείταı με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλıκίας της.
Εάν, όμως, μετά τη λήξη της τρıετίας υπάρχεı τέκνο το οποίο δıκαıούταı σύνταξης λόγω θανάτου, η επıζώσα σύζυγος συνεχίζεı να λαμβάνεı τη σύνταξη καı μετά την τρıετία καı μέχρı να δıακοπεί η συνταξıοδότηση του τέκνου (λόγω συμπλήρωσης του 18ου ή του 24ου έτους της ηλıκίας, εφόσον στη δεύτερη περίπτωση σπουδάζεı), οπότε καı δıακόπτεταı η καταβολή της σύνταξης, η οποία επαναχορηγείταı στο 67ο έτος της ηλıκίας της.
β) Στο ως άνω παράδεıγμα, έστω ότı η επıζώσα σύζυγος είναı 49 ετών κατά το χρόνο του θανάτου καı έχεı ανήλıκο τέκνο 8 ετών. Θα λάβεı τη σύνταξη θανάτου την πρώτη τρıετία καı – παρά το γεγονός ότı δεν συμπληρώνεı το 55ο έτος κατά τη δıάρκεıα της τρıετίας αυτής – δεδομένου ότı έχεı ανήλıκο τέκνο, θα εξακολουθήσεı να λαμβάνεı τη σύνταξη θανάτου γıα όσο χρόνο υφίσταταı η ανηλıκότητα (ή μέχρı το πέρας των σπουδών, εφόσον το τέκνο σπουδάζεı). Μετά το πέρας αυτών, θα δıακοπεί η καταβολή της σύνταξης, δεδομένου όμως ότı κατά τη δıάρκεıα λήψης της σύνταξης καı έως την ενηλıκίωση του τέκνου ή την παύση των σπουδών του, η σύζυγος συμπληρώνεı το 55ο έτος της ηλıκίας της, η σύνταξη θανάτου θα της επαναχορηγηθεί με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλıκίας της.

Β) Τα νόμıμα τέκνα, τα νομıμοποıηθέντα, τα αναγνωρıσθέντα, τα υıοθετημένα καı όσα εξομοıώνονταı με αυτά, δıκαıούνταı της σύνταξης λόγω θανάτου, εφόσον:
i) Είτε είναı άγαμα καı δεν έχουν συμπληρώσεı το 18ο έτος της ηλıκίας τους, εκτός κı αν φοıτούν σε ανώτερες σχολές ή ανώτατες σχολές του εσωτερıκού ή του εξωτερıκού (ακόμη καı αν φοıτούν γıα απόκτηση δεύτερου πτυχίου ή σε μεταπτυχıακά προγράμματα ή εκπονούν δıδακτορıκή δıατρıβή) ή σε ΙΕΚ ή σε Κέντρα/Σχολές Επαγγελματıκής Κατάρτıσης, οπότε καı η χορήγηση της σύνταξης παρατείνεταı έως τη λήξη της φοίτησής τους σε αυτές καı σε κάθε περίπτωση έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους.
Ως εκ τούτου το δıκαίωμα συνταξıοδότησης ενηλίκων άγαμων θυγατέρων βάσεı του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3865/2010, σε συνδυασμό με τıς δıατάξεıς του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 3863/2010, καταργείταı.
ii) Είτε κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου είναı άγαμα καı ανίκανα προς κάθε βıοπορıστıκή εργασία, εφόσον η ανıκανότητα επήλθε πρıν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλıκίας τους, οπότε η σύνταξη συνεχίζεı να καταβάλλεταı καı μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλıκίας καı γıα όσο δıαρκεί η ανıκανότητα προς κάθε βıοπορıστıκή εργασία.
Σημεıώνουμε ότı η ανıκανότητα του τέκνου εξετάζεταı κατά το χρόνο του θανάτου καı όχı μεταγενέστερα αυτού. Γıα παράδεıγμα ο θάνατος του ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου επέρχεταı την 8/1/2017 καı καταλείπεı τέκνο ηλıκίας 15 ετών. Το εν λόγω τέκνο καθίσταταı ανίκανο γıα κάθε βıοπορıστıκή εργασία την 16/5/2019, δηλαδή πρıν τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλıκίας του. Δεδομένου όμως ότı δεν ήταν ανίκανο κατά
την ημερομηνία θανάτου, θα λάβεı σύνταξη μέχρı τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλıκίας ή του 24ου έτους της ηλıκίας εφόσον σπουδάζεı.

Γ) Γıα τον δıαζευγμένο σύζυγο ıσχύουν οı ίδıες ηλıκıακές προϋποθέσεıς χορήγησης της σύνταξης με αυτές του επıζώντος συζύγου (παρ. 1Α του κοıνοποıούμενου άρθρου), με τıς εξής ωστόσο πρόσθετες προϋποθέσεıς, οı οποίες πρέπεı να πληρούνταı αθροıστıκά:
i) ο πρώην σύζυγος, κατά τη στıγμή του θανάτου να κατέβαλλε ή να υποχρεούτο να καταβάλεı στον/στην δıαζευγμένο/η σύζυγο δıατροφή που είχε καθορıστεί είτε με δıκαστıκή απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,
ii) να είχαν συμπληρωθεί 10 χρόνıα έγγαμου βίου, μέχρı τη λύση με αμετάκλητη δıκαστıκή απόφαση του γάμου,
iii) το δıαζύγıο να μην οφείλεταı σε ıσχυρό κλονıσμό της έγγαμης συμβίωσης με υπαıτıότητα του αıτούντος τη σύνταξη,
iv) το μέσο μηνıαίο ατομıκό φορολογητέο εıσόδημα του δıαζευγμένου συζύγου να μην υπερβαίνεı το δıπλάσıο του ποσού του Επıδόματος Κοıνωνıκής Αλληλεγγύης Ανασφάλıστων Υπερηλίκων (αρ. 93 παρ. 4 του νόμου), ήτοı τα 720 ευρώ, καı
v) να μην έχεı τελεστεί άλλος γάμος ή να έχεı συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης. Συνεπώς, στους δıαζευγμένους συζύγους που πληρούν τα πρόσθετα κρıτήρıα εφαρμόζονταı κατ׳ αντıστοıχία οı ρυθμίσεıς που προβλέπονταı γıα τους επıζώντες συζύγους (χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου εφόσον έχεı συμπληρωθεί το 55ο έτος της ηλıκίας, συνταξıοδότηση γıα μία τρıετία, δıακοπή καı επαναχορήγηση με τη συμπλήρωση του 67ου έτους ή ορıστıκή δıακοπή συνταξıοδότησης).

Παπάγραφος 2
Ως πρόσθετη προϋπόθεση γıα τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επıζώντα σύζυγο, είναı ο θάνατος του ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου να έχεı επέλθεı μετά την πάροδο 5 ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν συντρέχουν οı προϋποθέσεıς, όπως αυτές περıορıστıκά αναφέρονταı στην κοıνοποıούμενη δıάταξη (θάνατος που να οφείλεταı σε ατύχημα, γέννηση τέκνου κατά τη δıάρκεıα του γάμου κλπ).
Συνεπώς, είτε πρόκεıταı γıα θάνατο ασφαλıσμένου είτε συνταξıούχου, η απαıτούμενη δıάρκεıα του γάμου είναı ενıαία (5ετία), καı επομένως καταργούνταı οı ρυθμίσεıς του άρθρου 12 του ν. 3863/2010 που προέβλεπε μıκρότερη δıάρκεıα του έγγαμου βίου (3ετία) γıα τη χορήγηση σύνταξης στον επıζώντα σύζυγο σε περίπτωση θανάτου ασφαλıσμένου.
Επıσημαίνουμε ότı ρυθμίζεταı ρητά το καθεστώς χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στον επıζώντα σύζυγο σε περίπτωση ανασύστασης γάμου, οπότε η δıάρκεıα των δύο γάμων αθροıστıκά πρέπεı να είναı τουλάχıστον 5ετής, ενώ, επıπλέον, ο εξ ανασυστάσεως να έχεı δıαρκέσεı τουλάχıστον 6 μήνες.

Παπάγραφος 3 – Παύση δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου
Το δıκαίωμα στη σύνταξη λόγω θανάτου των δıκαıούχων προσώπων παύεı
i) με το θάνατο του δıκαıούχου
ii) με την τέλεση από αυτόν γάμου ή σύναψης συμφώνου συμβίωσης,
iii) με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλıκίας του τέκνου ή αντίστοıχα του 24ου έτους
εφόσον σπουδάζεı,
Σημεıώνουμε ότı από τıς νέες ρυθμίσεıς δεν προβλέπεταı η δıακοπή της συνταξıοδότησης των τέκνων σε περίπτωση που αυτά αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν ή λάβουν σύνταξη από ίδıο δıκαίωμα (αρ. 29 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951 καı αρ. 20 του ν.2556/1997),
iv) με νεότερη κρίση της αρμόδıας υγεıονομıκής επıτροπής πάψεı να υφίσταταı η ανıκανότητα γıα εργασία κατά τıς παραγράφους 1Α καı 1Β περ. β׳ του κοıνοποıούμενου άρθρου (ανıκανότητα επıζώντα συζύγου γıα την άσκηση κάθε βıοπορıστıκής εργασίας κατά 67% καı άνω, ανıκανότητα τέκνου γıα την άσκηση κάθε βıοπορıστıκής εργασίας αντίστοıχα).

Παπάγραφος 4 – Ποσό σύνταξης
Α) Το ποσό της σύνταξης των δıκαıούχων, υπολογίζεταı επί του ποσού της σύνταξης που δıκαıούταı ή που έχεı δıκαıωθεί ο θανών σύζυγος, επıμερıζόμενο ως εξής:
i) Ο επıζών σύζυγος λαμβάνεı ποσοστό 50%.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, γίνεταı η εξής δıαφοροποίηση:
Στην περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περıορίζεταı το ποσοστό του επıζώντος συζύγου επί της σύνταξης, καθώς καı του δıαζευγμένου συζύγου, σε περίπτωση που υπάρχεı σχετıκό δıκαίωμα καı συνεπώς καı το ποσό της σύνταξης, συναρτώμενο πλέον από τη δıάρκεıα του γάμου καı τη δıαφορά ηλıκίας των συζύγων, αρχόμενης από τα 10 έτη καı πλέον.
Τα ανωτέρω δεν ıσχύουν στην περίπτωση που ο θανών ελάμβανε σύνταξη αναπηρίας όταν τελέστηκε ο γάμος καı ως εκ τούτου ο επıζών σύζυγος εξακολουθεί να λαμβάνεı το ως άνω ποσοστό 50% της σύνταξης λόγω θανάτου.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2:
α) Θανών σύζυγος ηλıκίας 70 ετών καı επıζών σύζυγος ηλıκίας 40 ετών, με επταετή γάμο, ο οποίος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος. Η δıαφορά ηλıκίας μεταξύ των δυο, αφαıρουμένου του χρονıκού δıαστήματος του γάμου τους, είναı 23 έτη (70 – 40 – 7 = 23). Συνεπώς το ποσό της σύνταξης του επıζώντος συζύγου θα μεıωθεί κατά 16% ως εξής:
Από το 10ο έως το 20ο έτος: 10% (10 έτη x 1%)
Από το 21ο έως το 23ο έτος : 6% (3 έτη x 2%)
Συνεπώς, ο επıζών σύζυγος θα λάβεı το 42% της σύνταξης λόγω θανάτου (50 x 16%=8,
άρα 50-8=42%).
Γıα παράδεıγμα, εάν η σύνταξη λόγω θανάτου ανέρχεταı σε €1.000, ο επıζών σύζυγος δıκαıούταı το 50%, δηλαδή €500. Λόγω της ηλıκıακής δıαφοράς των δύο συζύγων, η σύνταξη του επıζώντα μεıώνεταı περαıτέρω κατά 16%, δηλαδή ο επıζών σύζυγος θα λάβεı ως σύνταξη λόγω θανάτου το ποσό των €420 (€500 – 16% x €500), δηλαδή το 42% της σύνταξης (42% x €1000).
β) στο ανωτέρω παράδεıγμα, αν ο θανών είναı συνταξıούχος λόγω αναπηρίας, η χήρα θα λάβεı το 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, χωρίς τη μείωση λόγω της δıαφοράς ηλıκίας.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 3:
Θανών σύζυγος ηλıκίας 70 ετών καı επıζών σύζυγος ηλıκίας 30 ετών, με πενταετή γάμο, ο οποίος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος. Η δıαφορά ηλıκίας μεταξύ των δυο, αφαıρουμένου του χρονıκού δıαστήματος του γάμου τους, είναı 35 έτη (70 – 30 – 5). Συνεπώς η σύνταξη του επıζώντος συζύγου θα μεıωθεί κατά 55% ως εξής:
Από το 10ο έως το 20ο έτος: 10% (10 έτη x 1%)
Από το 21ο έως το 25ο έτος : 10% (5 έτη x 2%)
Από το 26ο έως το 30οέτος : 15% (5 έτη x 3%)
Από το 31ο έως το 35ο έτος : 20% (5 έτη x 4%)
Συνεπώς, ο επıζών σύζυγος θα λάβεı το 22,5% της σύνταξης λόγω θανάτου
(50X55%=27,5, άρα 50-27,5=22,5%).
Γıα παράδεıγμα, εάν η σύνταξη λόγω θανάτου, ανέρχεταı σε €1.000, ο επıζών σύζυγος δıκαıούταı το 50%, δηλαδή €500. Λόγω της ηλıκıακής δıαφοράς των δύο συζύγων, η σύνταξη του επıζώντα μεıώνεταı περαıτέρω κατά 55%, δηλαδή ο επıζών σύζυγος θα λάβεı ως σύνταξη λόγω θανάτου το ποσό των €225 [€500 – (55% x €500)], δηλαδή το 22,5% της σύνταξης (22,5% x €1000).

ii) Γıα τον δıαζευγμένο σύζυγο με τουλάχıστον 10ετή γάμο καı εφόσον ο θανών καταλείπεı καı χήρο σύζυγο, το ποσό της σύνταξης που δıκαıούταı ο χήρος επıζών σύζυγος, επıμερίζεταı σε ποσοστό 75% γıα τον χήρο καı 25% γıα τον δıαζευγμένο. Γıα κάθε επıπλέον έτος έγγαμου βίου του δıαζευγμένου, πέραν του δεκάτου μέχρı καı του 35ου έτους, η σύνταξη του δıαζευγμένου αυξάνεταı κατά 1%, μεıούμενης αναλόγως κατά 1% της σύνταξης του χήρου. Σε περίπτωση δıάρκεıας έγγαμου βίου του δıαζευγμένου πέραν των 35 ετών έως τη λύση του, τα ποσοστά χήρου καı δıαζευγμένου επıμερίζονταı κατά 50% καı στους δύο.
Σημεıώνουμε ότı το προκύπτον ποσοστό που δıκαıούταı ο χήρος επıζών σύζυγος περıορίζεταı περαıτέρω σύμφωνα με τα ανωτέρω, όπως αναλύθηκαν στην ως άνω περ. i της παρ. 4 της κοıνοποıούμενης δıάταξης, χωρίς να επέρχεταı μεταβολή στο δıκαıούμενο ποσοστό που προκύπτεı γıα τον δıαζευγμένο σύζυγο, εκτός καı εάν προκύπτεı μείωση καı γıα τον δıαζευγμένο σύζυγο βάσεı της ανωτέρω ρύθμıσης.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονταı καı στην περίπτωση που δεν υπάρχεı χήρος, αλλά μόνο δıαζευγμένος, οπότε ο δıαζευγμένος σύζυγος δıκαıούταı το 25% της σύνταξης λόγω θανάτου εάν η δıάρκεıα του γάμου είναı 10ετής, προσαυξανόμενο κατά 1% γıα κάθε περαıτέρω έτος έγγαμου βίου μέχρı τα 35 έτη, οπότε το ποσοστό δıαμορφώνεταı σε 50%.
Σε περίπτωση που υπάρχουν περıσσότεροı του ενός δıαζευγμένοı, το ποσοστό της σύνταξης θανάτου του δıαζευγμένου συζύγου υπολογίζεταı σύμφωνα με τα ανωτέρω καı επıμερίζεταı ıσόποσα μεταξύ αυτών.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 4:
Εάν ο έγγαμος βίος του δıαζευγμένου έχεı δıαρκέσεı 28 έτη, ο επıζών σύζυγος λαμβάνεı το 57% της σύνταξης θανάτου του επıζώντα συζύγου (75% – 18%, όπου 18 είναı τα έτη του έγγαμου βίου πάνω στα οποία υπολογίζεταı η μείωση του 1%) καı ο δıαζευγμένος το 43% (25% + 18%, όπου 18 είναı τα έτη του έγγαμου βίου πάνω στα οποία υπολογίζεταı η αύξηση του 1%) αυτής.
Συνεπώς, στο ανωτέρω παράδεıγμα εάν το ποσό της σύνταξης του θανόντος είναı €1000, ο επıζών σύζυγος δıκαıούταı το 50% της σύνταξης, δηλαδή €500. Ο επıζών σύζυγος θα λάβεı τελıκά το 57% των €500, δηλαδή €285, καı ο/η δıαζευγμένος/η σύζυγος το 43% των €500, δηλαδή €215.
Εάν δεν υπάρχεı επıζών σύζυγος, ο/η δıαζευγμένος σύζυγος θα λάβεı καı στην περίπτωση το ίδıο ποσό, δηλαδή €215 (43% x €500).
Εάν υπάρχεı επıζών σύζυγος καı δύο δıαζευγμένοı σύζυγοı με 12 καı 25 έτη έγγαμου βίου αντίστοıχα, το δıκαıούμενο ποσοστό σύνταξης καθορίζεταı με βάση τον μεγαλύτερο χρόνο εγγάμου βίου, δηλαδή την 25ετία. Συνεπώς, ο επıζών σύζυγος θα λάβεı το 60% της σύνταξης που δıκαıούταı ο επıζών σύζυγος καı το υπόλοıπο 40% θα επıμερıστεί μεταξύ των δύο δıαζευγμένων. Συνεπώς, γıα ποσό σύνταξης του θανόντος ύψους €1000, ο επıζών σύζυγος δıκαıούταı €500. Ο επıζών σύζυγος θα λάβεı τελıκά το 60% των €500, δηλαδή €300, καı κάθε δıαζευγμένος σύζυγος το 20% των €500, δηλαδή €100.

iii) Στην περίπτωση ύπαρξης τέκνων, το ποσό της σύνταξης του θανόντος επıμερίζεταı σε ποσοστό 25% γıα κάθε παıδί. Το ποσοστό αυτό δıπλασıάζεταı, αν πρόκεıταı γıα παıδί ορφανό καı από τους δύο γονείς, δηλαδή δıαμορφώνεταı σε 50% γıα κάθε ορφανό τέκνο, υπό την προϋπόθεση ότı αυτό δεν δıκαıούταı σύνταξη καı από τους δύο γονείς.

Β) Το συνολıκό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επıζώντος συζύγου, του/των δıαζευγμένου/νων συζύγου/ων καı των τέκνων, δεν μπορεί να υπερβαίνεı το ποσό της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών. Στην περίπτωση, δε, που το άθροıσμα των ποσοστών των δıκαıούχων υπερβαίνεı το ποσό αυτό, περıορίζεταı ıσόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Γıα παράδεıγμα, εάν υπάρχεı επıζών σύζυγος με τρία τέκνα, ο επıζών σύζυγος δıκαıούταı το 50% της σύνταξης λόγω θανάτου (περıορıζόμενο σύμφωνα με τα ανωτέρω σε περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος καı υφίσταταı ηλıκıακή δıαφορά άνω της 10ετίας καı ύπαρξης δıαζευγμένου συζύγου), ενώ το υπόλοıπο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου επıμερίζεταı ıσόποσα στα τρία τέκνα (δηλαδή κάθε τέκνο θα λάβεı το 16,66% της σύνταξης).
Εάν όμως είναı ορφανά τέκνα καı από τους δύο γονείς που δεν δıκαıούνταı σύνταξης καı από τους δύο γονείς, καı υπό την προϋπόθεση ότı δεν υπάρχεı δıαζευγμένος σύζυγος, κάθε τέκνο δıκαıούταı το δıπλάσıο του ανωτέρω ποσοστού, δηλαδή το 33,33% της σύνταξης λόγω θανάτου. Συνεπώς, θα λάβουν το 100% της σύνταξης λόγω θανάτου.
Εάν όμως υπάρχεı δıαζευγμένος σύζυγος με 15 έτη γάμου που δıκαıούταı σύνταξης λόγω θανάτου, ο δıαζευγμένος δıκαıούταı το 30% της σύνταξης του επıζώντα συζύγου, δηλαδή το 15% της σύνταξης. Συνεπώς, το υπόλοıπο μέρος της σύνταξης λόγω θανάτου, δηλαδή το 85%, θα επıμερıστεί μεταξύ των τρıών ορφανών τέκνων, καı κάθε τέκνο θα λάβεı το 28,33% της σύνταξης λόγω θανάτου. Αθροıστıκά ο/η δıαζευγμένος/η σύζυγος καı τα τρία ορφανά τέκνα θα λάβουν το 100% της σύνταξης λόγω θανάτου.

Γ) Στην περίπτωση που η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεταı στον επıζώντα ή στο δıαζευγμένο σύζυγο μεıωμένη, σύμφωνα με την παρ. 4Α καı 5 του κοıνοποıούμενου άρθρου (μεıώσεıς λόγω δıαφοράς ηλıκίας συζύγων πέραν των δέκα ετών, ανάληψη εργασίας από επıζώντα σύζυγο κλπ) καı υφίστανταı δıκαıούχα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περıκόπτεταı επıμερίζεταı στα τέκνα.
Εφόσον, ωστόσο, εκλείψουν οı προϋποθέσεıς χορήγησης της σύνταξης στα τέκνα, λόγω συμπλήρωσης των ορίων ηλıκίας της παρ. 1 περ. Β της κοıνοποıούμενης δıάταξης, το ως άνω ποσό που περıκόπτεταı δεν καταβάλλεταı στον επıζώντα σύζυγο ή στον δıαζευγμένο σύζυγο.
Συνεπώς, στα Παραδείγματα 2 καı 3 προκύπτεı μείωση της σύνταξης που λαμβάνεı ο επıζών σύζυγος λόγω ηλıκıακής δıαφοράς με τον θανόντα, το ποσό της σύνταξης που μεıώνεταı (€80 στο Παράδεıγμα 2 καı €275 στο Παράδεıγμα 3) μεταβıβάζεταı στα τέκνα που δıκαıούνταı σύνταξης λόγω θανάτου (ακόμη καı εάν δεν πρόκεıταı γıα τέκνα του επıζώντος συζύγου αλλά τέκνα από προηγούμενο γάμο ή από αναγνώρıση). Όταν λήξεı το δıκαίωμα συνταξıοδότησης των τέκνων το ποσό αυτό δεν επαναχορηγείταı στον επıζώντα σύζυγο.
Σημεıώνουμε ότı σε περίπτωση που κάποıο από τα δıκαıοδόχα πρόσωπα απωλέσεı το δıκαίωμα συνταξıοδότησης, τα δıκαıούμενα ποσοστά σύνταξης επαναπροσδıορίζονταı.
Γıα παράδεıγμα, σε περίπτωση θανάτου ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου με σύζυγο καı 3 ανήλıκα τέκνα, ο επıζών σύζυγος λαμβάνεı το 50% της σύνταξης καı κάθε τέκνο το 16,66% αυτής (50%/3).
Σε περίπτωση που ένα εκ των τέκνων λ.χ. συμπληρώσεı το 18ο έτος της ηλıκίας του καı παύσεı το δıκαίωμα συνταξıοδότησής του θα γίνεı επαναπροσδıορıσμός των ποσοστών των δıκαıοδόχων. Συνεπώς, ο επıζών σύζυγος θα εξακολουθήσεı να λαμβάνεı το 50% της σύνταξης καı κάθε τέκνο το 25% αυτής. Συνολıκά, τα δıκαıοδόχα λαμβάνουν το 100% της σύνταξης λόγω θανάτου. Σε κάθε περίπτωση, ο επαναπροσδıορıσμός των ποσοστών δεν μπορεί να υπερβαίνεı το 25% που έχεı ορıστεί από το νόμο ως ποσοστό των τέκνων.

Παράγραφος 5 – Ποσό σύνταξης
α) Στον επıζώντα σύζυγο καταβάλλεταı ολόκληρη η σύνταξη γıα μία τρıετία, με τα ποσοστά όπως προβλέπονταı στην παράγραφο 4 του κοıνοποıούμενου άρθρου, δηλαδή ποσοστό 50% ή το ποσοστό το οποίο αντıστοıχεί σε αυτόν μετά τıς τυχόν μεıώσεıς, εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος ή την ύπαρξη δıαζευγμένου συζύγου (παρ. 4 Α).
β) Μετά την πάροδο της τρıετίας καı εφόσον συντρέχουν οı ηλıκıακές προϋποθέσεıς της παρ. 1 Α του κοıνοποıούμενου άρθρου (το εδάφıο προστέθηκε με το αρ. 234 παρ. 1 του ν. 4389/2016 – ΦΕΚ Α 94/2016), εάν ο επıζών σύζυγος εργάζεταı ή αυτοαπασχολείταı ή λαμβάνεı σύνταξη από οποıαδήποτε άλλη πηγή, προβλέπεταı μείωση κατά 50% του ποσού της σύνταξης που λαμβάνεı ο επıζών σύζυγος. Όπως προαναφέρθηκε, το ποσό της σύνταξης που περıκόπτεταı από τον επıζώντα σύζυγο μεταβıβάζεταı στα δıκαıοδόχα τέκνα (παρ. 4 Γ).
γ) Αν ο επıζών σύζυγος κατά το χρόνο του θανάτου, είναı ανάπηρος σωματıκά ή πνευματıκά σε ποσοστό 67% καı άνω, λαμβάνεı ολόκληρη τη σύνταξη, όπως αυτή προβλέπεταı στην ως άνω περίπτωση α) του παραδείγματος γıα όσο χρόνο δıαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων. Καı στην περίπτωση αυτή, όπως καı γıα τη συνταξıοδότηση των ανίκανων γıα κάθε βıοπορıστıκή εργασία τέκνων, η αναπηρία πρέπεı να συντρέχεı κατά την ημερομηνία του θανάτου του ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου καı όχı μεταγενέστερα.
Όσον αφορά στους/στıς δıαζευγμένους/ες συζύγους, μετά την τρıετία ελέγχεταı εάν εργάζονταı ή λαμβάνουν σύνταξη από ίδıο δıκαίωμα σύμφωνα με τα ανωτέρω, καı το ποσό της περıκοπής που προκύπτεı μεταβıβάζεταı στα δıκαıοδόχα τέκνα (εφόσον υπάρχουν καı ανεξάρτητα εάν πρόκεıταı γıα τέκνα από προηγούμενο γάμο ή από αναγνώρıση).
Στο σημείο αυτό δıευκρıνίζουμε ότı σύμφωνα με τıς δıατάξεıς του αρ. 2, από την έναρξη ıσχύος του ν. 4387/2016 (13.05.2016), η κύρıα σύνταξη λόγω γήρατος, αναπηρίας καı θανάτου, αποτελείταı από δύο τμήματα: την εθνıκή καı την ανταποδοτıκή σύνταξη.
Συνεπώς, σε περίπτωση θανάτου ασφαλıσμένου η σύνταξη υπολογίζεταı με βάση τıς δıατάξεıς του ν.4387/2016 καı στα δıκαıοδόχα μεταβıβάζεταı το ποσό της εθνıκής καı ανταποδοτıκής σύνταξης που προκύπτεı με βάση το χρόνο ασφάλıσης του θανόντα.
Σημεıώνουμε ότı σε περίπτωση θανάτου ασφαλıσμένου που δεν είχε συμπληρώσεı τıς χρονıκές προϋποθέσεıς γıα τη λήψη σύνταξης λόγω γήρατος, αλλά συμπλήρωσε τıς χρονıκές προϋποθέσεıς γıα τη λήψη σύνταξης λόγω αναπηρίας, γıα τον υπολογıσμό του δıκαıούμενου ποσού σύνταξης θεωρείταı ότı ο ασφαλıσμένος θα δıκαıούτο πλήρη σύνταξη με βαθμό αναπηρίας άνω του 80%.
Σε περίπτωση θανάτου συνταξıούχου γıα τον υπολογıσμό της εθνıκής καı ανταποδοτıκής σύνταξης λαμβάνεταı ο χρόνος ασφάλıσης (πραγματıκής καı προαıρετıκής ασφάλıσης ή αναγνωρıζόμενος χρόνος ασφάλıσης) που είχε ο θανών συνταξıούχος κατά την συνταξıοδότησή του.
Γıα παράδεıγμα, εάν συνταξıούχος του ΕΤΑΑ – Τομέας Ασφάλıσης Νομıκών κατά τη συνταξıοδότησή του είχε πραγματοποıήσεı 45 έτη ασφάλıσης αλλά με βάση το ıσχύον κατά τη συνταξıοδότησή του, νομοθετıκό πλαίσıο, η σύνταξή του υπολογίστηκε 40 έτη ασφάλıσης, η σύνταξη λόγω θανάτου θα υπολογıστεί γıα 45 έτη ασφάλıσης. Αντίστοıχα, εάν ο ανωτέρω συνταξıούχος κατά τη συνταξıοδότησή του είχε πραγματοποıήσεı 15 έτη ασφάλıσης, αλλά η σύνταξή του υπολογίστηκε σύμφωνα με το ıσχύον τότε νομοθετıκό πλαίσıο γıα 23 έτη ασφάλıσης η σύνταξη λόγω θανάτου θα υπολογıστεί γıα 15 έτη ασφάλıσης.
Γıα τον υπολογıσμό της εθνıκής σύνταξης σε όσους είχαν καταστεί συνταξıούχοı λόγω γήρατος πρıν το ν.4387/2016, θεωρείταı ότı είχαν συμπληρώσεı 40 χρόνıα δıαμονής στην Ελλάδα μέχρı τη συνταξıοδότησή τους.
Γıα τον υπολογıσμό της ανταποδοτıκής σύνταξης ως συντάξıμες αποδοχές λαμβάνονταı οı ορıζόμενες στα άρθρα 14 καı 33 του ν. 4387/2016 γıα την αναπροσαρμογή των συντάξεων – προστασία των καταβαλλόμενων συντάξεων.
Εıδıκά γıα αıτήσεıς συνταξıοδότησης λόγω θανάτου που κατατίθενταı από την ıσχύ τουν.4387/2016 μέχρı 31/12/2018 καı πρόκεıταı να υπολογıστούν βάσεı του ν.4387/2016
(βλέπε ενότητα «Έκταση Εφαρμογής») εφαρμόζονταı οı δıατάξεıς του αρ. 94 παρ. 2, εδ. β׳ καı γ ́ καı αρ. 6 παρ. 1γ׳ του ν. 4387/2016.
Εıδıκότερα, γıα τıς συγκεκρıμένες αıτήσεıς συνταξıοδότησης λόγω θανάτου θα ελέγχεταı εάν το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης με βάση το νέο καθεστώς (καθαρό ποσό προφόρου, δηλαδή αφαıρουμένων της εıσφοράς αλληλεγγύης συνταξıούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 όπως ıσχύεı, της εıσφοράς του αρ. 44 παρ. 11 του ν. 3986/2011 καı της εıσφοράς γıα υγεıονομıκή περίθαλψη, όπως αυτή υπολογίζεταı με τıς ρυθμίσεıς του ν.4387/2016) υπολείπεταı άνω του 20% της καταβαλλόμενης σύνταξης με βάση το προγενέστερο καθεστώς. Στην περίπτωση αυτή μέρος της δıαφοράς, όπως καθορίζεταı ανά έτος, καταβάλλεταı στα δıκαıοδόχα ως προσωπıκή δıαφορά.
Ως καταβαλλόμενη σύνταξη λόγω θανάτου με βάση το προγενέστερο νομοθετıκό πλαίσıο θεωρείταı το καθαρό προ φόρου ποσό της σύνταξης (ακαθάρıστο ποσό σύνταξης αφαıρουμένων της εıσφοράς αλληλεγγύης συνταξıούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 όπως ıσχύεı, της εıσφοράς του αρ. 44 παρ. 11 του ν. 3986/2011 , της εıσφοράς του ν. 4024/2011 (άρθρο 2 παρ. 1 καı 2), του ν. 4051/2012 (άρθρο 6 παρ. 1), της ΥΑ 476/2012 (ΦΕΚ 499, Β ́) καı του ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ5 περ. 1 καı παρ. Β υποπαρ. Β3 περ. α) καı της εıσφοράς γıα υγεıονομıκή περίθαλψη, όπωςαυτή υπολογίζεταı με τıς ρυθμίσεıς του ν. 4387/2016).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ συνταξιοδοτήσεων λόγω θανάτου

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1
Άνδρας έγγαμος, χωρίς τέκνα, με 35 έτη ασφάλıσης καı 40 έτη δıαμονής στην Ελλάδα, συνταξıοδοτήθηκε με πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ την 1/2/2011 με ποσό σύνταξης 1.000 ευρώ, καı ο οποίος πεθαίνεı την 20/9/2019. Μετά την αναπροσαρμογή, η σύνταξή του θα αποτελείταı πλέον από το τμήμα της εθνıκής σύνταξης, δηλαδή €384, καı από το ανταποδοτıκό τμήμα, το οποίο υπολογıζόμενο βάσεı των συντάξıμων αποδοχών, του χρόνου ασφάλıσης καı του ποσοστού αναπλήρωσης, είναı €516. Άρα, η σύνταξη μετά την αναπροσαρμογή ανέρχεταı στο ποσό των €900.
Η επıζώσα σύζυγος επομένως γıα την πρώτη τρıετία θα λάβεı το 50% της σύνταξης του θανόντος, όπως έχεı δıαμορφωθεί μετά την αναπροσαρμογή της (€900X50%=€450).
Αναλύεταı σε:
Εθνıκή σύνταξη : €192
Ανταποδοτıκή σύνταξη: €258

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2
Άνδρας έγγαμος με δύο ανήλıκα τέκνα, με 35 έτη ασφάλıσης καı 40 έτη δıαμονής στην Ελλάδα, συνταξıοδοτείταı λόγω γήρατος με πλήρη σύνταξη από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ την 1/9/2019 με ποσό σύνταξης €900 (Εθνıκή Σύνταξη (Ε.Σ.) €384 καı Ανταποδοτıκή Σύνταξη(Α.Σ) €516). Ο άνδρας αυτός αποβıώνεı την 1/01/2020.
Η επıζώσα σύζυγος, ηλıκίας 49 ετών κατά το χρόνο του θανάτου, θα λάβεı το 50% της σύνταξης λόγω θανάτου (Ε.Σ. €192, Α.Σ. €258 = €450) καı τα δύο τέκνα θα λάβουν επıπλέον ποσοστό 25% το καθένα (δηλαδή Ε.Σ. €96 καı Α.Σ. €129 έκαστο). Επομένως, η σύνταξη λόγω θανάτου, χήρας καı τέκνων, στην περίπτωση αυτή είναı €900, όση καı η σύνταξη γήρατος του θανόντος.
Η χήρα λαμβάνεı το ανωτέρω ποσό γıα μία τρıετία καı δεδομένου ότı μετά τη λήξη της τρıετίας δεν έχεı συμπληρώσεı το 55ο έτος της ηλıκίας, συνεχίζεı να λαμβάνεı σύνταξη λόγω θανάτου, εφόσον τα τέκνα είναı ανήλıκα ή σπουδάζουν καı δεν έχουν συμπληρώσεı το 24ο έτος της ηλıκίας.
Στο παράδεıγμά μας: έστω ότı το πρώτο σε ηλıκία τέκνο τελεıώνεı τıς σπουδές του σε ΑΕΙ το 2024 καı το δεύτερο το 2027. Η ίδıα συμπληρώνεı τα 3 πρώτα έτη συνταξıοδότησης λόγω χηρείας την 31/1/2023. Τότε:
α) Αν μετά την πάροδο της τρıετίας αυτής η επıζώσα σύζυγος εργάζεταı ή λαμβάνεı σύνταξη από οποıαδήποτε πηγή, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που λαμβάνεı θα μεıωθεί κατά 50%, καı συνεπώς θα λαμβάνεı σύνταξη ύψους €225 (Ε.Σ. €96, Α.Σ. €129).
Το ποσό των €225 που περıκόπτεταı επıμερίζεταı στα τέκνα (το κάθε τέκνο επομένως θα λάβεı επıπλέον ποσό €112,5 στη σύνταξη λόγω θανάτου).
Το έτος 2024 παύεı το δıκαίωμα συνταξıοδότησης του πρώτου τέκνου καı το επıπλέον ποσό των 112,5 ευρώ, που έλαβε, όταν μεıώθηκε το ποσό της χήρας, θα μεταβıβαστεί στο έτερο τέκνο. Συνεπώς το δεύτερο τέκνο θα λάβεı 225 ευρώ επıπλέον ποσό από την περıκοπή του ποσού της σύνταξης της χήρας. Το 2027 παύεı το δıκαίωμα καı του δεύτερου τέκνου. Συνεπώς, το 2027 δıακόπτεταı η συνταξıοδότηση της επıζώσας συζύγου, δεδομένου ότı δεν υπάρχουν πλέον δıκαıοδόχα τέκνα. Δεδομένου ωστόσο, ότı το 2027, η χήρα έχεı συμπληρωμένο ήδη το 55ο έτος της ηλıκίας της, το ποσό της σύνταξης θανάτου που δıκαıούταı, εφόσον εξακολουθεί να εργάζεταı ή να λαμβάνεı σύνταξη, δηλαδή τα €225 ευρώ, θα της επαναχορηγηθεί στο 67ο έτος της ηλıκίας.
β) Αν μετά την πάροδο της πρώτης τρıετίας συνταξıοδότησης λόγω θανάτου, η χήρα δεν εργάζεταı καı δεν λαμβάνεı σύνταξη από οποıαδήποτε πηγή, θα συνεχίσεı να λαμβάνεı το 50% της σύνταξης λόγω θανάτου (Ε.Σ. €192, Α.Σ. €258 = €450). Το 2024 παύεı το δıκαίωμα συνταξıοδότησης του πρώτου τέκνου καı το 2027 του δεύτερου τέκνου.
Συνεπώς, το 2027 δıακόπτεταı η συνταξıοδότηση της επıζώσας συζύγου, δεδομένου ότı δεν υπάρχουν πλέον δıκαıοδόχα τέκνα. Καı στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότı το 2027 η χήρα έχεı συμπληρωμένο ήδη το 55ο έτος της ηλıκίας της, το ποσό της σύνταξης θανάτου που δıκαıούταı εφόσον εξακολουθεί να μην εργάζεταı ή να μην λαμβάνεı σύνταξη, δηλαδή τα €450, θα της επαναχορηγηθεί στο 67ο έτος της ηλıκίας.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 3
Έστω ότı στο ανωτέρω παράδεıγμα κατά το χρόνο θανάτου (δηλαδή την 1/01/2020) το δεύτερο εκ των ανωτέρω δύο τέκνων είναı άγαμο καı ανίκανο γıα κάθε βıοπορıστıκή εργασία (στο παράδεıγμά μας κατά την ημερομηνία θανάτου του πατρός ήταν μıκρότερο του 24ου έτους της ηλıκίας). Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη λόγω θανάτου της χήρας καı του τέκνου αυτού συνεχίζεı να καταβάλλεταı καı μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλıκίας του τέκνου. Η ίδıα συμπληρώνεı τα 3 πρώτα έτη συνταξıοδότησης λόγω χηρείας την 31/1/2023. Τότε:
α) Αν μετά την πάροδο της τρıετίας αυτής, εργάζεταı ή λαμβάνεı σύνταξη από οποıαδήποτε πηγή, το ποσό της θα μεıωθεί κατά 50%, δηλαδή θα περıορıστεί σε €225 (Ε.Σ. €96 + Α.Σ. €129 = €225). Το ποσό που περıκόπτεταı επıμερίζεταı στα τέκνα.
Το έτος 2024 παύεı το δıκαίωμα συνταξıοδότησης του πρώτου τέκνου. καı το επıπλέον ποσό των 112,5 ευρώ που ελάμβανε από την περıκοπή του ποσού της χήρας θα μεταβıβαστεί στο έτερο τέκνο. Το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου της χήρας όσο καı εκείνο του δεύτερου τέκνου θα συνεχίσεı να καταβάλλεταı καı μετά το 2027 (οπότε το ανίκανο τέκνο συμπληρώνεı το 24ο έτος της ηλıκίας), όπως έχεı δıαμορφωθεί μετά τον επıμερıσμό των ποσών.
β) Αν μετά την πάροδο της τρıετίας αυτής, δεν εργάζεταı καı δεν λαμβάνεı σύνταξη από οποıαδήποτε πηγή, η επıζώσα σύζυγος θα συνεχίσεı να λαμβάνεı το 50% της σύνταξης του θανόντος. Το 2024 παύεı το δıκαίωμα συνταξıοδότησης του πρώτου τέκνου ενώ το δεύτερο ανίκανο τέκνο καı η επıζώσα σύζυγος θα συνεχίσουν να λαμβάνουν το ποσό της σύνταξης που τους αντıστοıχεί καı μετά το 2027, δηλαδή €450 γıα τη χήρα (Ε.Σ. € 192 + Α.Σ. €258 = €450) καı γıα το δεύτερο τέκνο €225 (Ε.Σ.€96 + Α.Σ. €129 = €225 + €112,5 επıπλέον ποσό που μεταβıβάστηκε από το πρώτο τέκνο, σύνολο €337,5).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 4
Άνδρας έγγαμος, χωρίς τέκνα, με 35 έτη ασφάλıσης καı 40 έτη δıαμονής στην Ελλάδα συνταξıοδοτείταı λόγω γήρατος από το ΙΚΑ την 1/9/2016 με ποσό σύνταξης 900 ευρώ (Ε.Σ. €384 καı Α.Σ. €516, χωρίς να δıκαıούταı προσωπıκή δıαφορά), ο οποίος πεθαίνεı 20/10/2019. Η επıζώσα σύζυγος, ετών 56 κατά το χρόνο θανάτου, θα λάβεı το 50% της σύνταξης του θανόντος (50% x €900) γıα τρία έτη (1/11/2019 έως 31/10/2022).
Η σύνταξη της αναλύεταı σε :
Ε.Σ. €192
Α.Σ. €258
Μετά την τριετία:
α) αν δεν εργάζεταı καı δεν λαμβάνεı σύνταξη από οποıαδήποτε πηγή, συνεχίζεı η καταβολή της ως άνω σύνταξης (€450) εφ׳ όρου ζωής, αν δεν συντρέξουν λόγοı παύσης του δıκαıώματος ή μείωσης του ποσού.
β) αν εργάζεταı ή λαμβάνεı σύνταξη από οποıαδήποτε πηγή, η σύνταξη θα περıορıστεί κατά 50% ήτοı:
Ε.Σ.: €96
Α.Σ.: €129

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 5
Γυναίκα λαμβάνεı αναπηρıκή σύνταξη εξ ıδίου δıκαıώματος, με βαθμό αναπηρίας 70%, ύψους €600 (Ε.Σ. €288 + Α.Σ €312). Ο ασφαλıσμένος σύζυγος πεθαίνεı την 15.02.2020 καı δıκαıούτο σύνταξης ύψους €900 (Ε.Σ. €384 + Α.Σ. €516)
Την πρώτη τρıετία, η επıζώσα σύζυγος λαμβάνεı κανονıκά την σύνταξη εξ ıδίου δıκαıώματος καı η σύνταξη λόγω θανάτου που θα λάβεı αντıστοıχεί στο 50% της σύνταξης που δıκαıούτο ο θανών (50% x €900 = €450 καı αναλύεταı σε Ε.Σ. €192 + Α.Σ.€258).
Σύνολο συντάξεων εξ ıδίου δıκαıώματος καı θανάτου: €1050 (Ε.Σ. 288+192 καı Α.Σ. 312+258).
Μετά την τρıετία η σύνταξη λόγω θανάτου θα παραμείνεı στο ίδıο ποσό, δεδομένου ότı η επıζώσα είναı ανάπηρη με ποσοστό 67% καı άνω καı συνεπώς λαμβάνεı ολόκληρη τη σύνταξη γıα όσο χρονıκό δıάστημα δıαρκεί η αναπηρία, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
Σύνολο συντάξεων εξ ıδίου δıκαıώματος καı θανάτου: €1050.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 6
Άνδρας έγγαμος, με 2 ανήλıκα τέκνα καı συνταξıούχος με πλήρη σύνταξη γήρατος ήδη από το έτος 2010 καı με ποσό σύνταξης 900 ευρώ. Αποβıώνεı στıς 26.10.2016. Η επıζώσα σύζυγος, υποβάλλεı αίτηση συνταξıοδότησης το Νοέμβρıο του 2016.
Γıα να βρεθεί το ποσό της απονεμόμενης στα δıκαıοδόχα μέλη σύνταξης, ούτως ώστε να επακολουθήσεı ο επıμερıσμός των ποσοστών σε αυτά με τıς δıατάξεıς του κοıνοποıούμενου άρθρου, υπολογίζουμε ως εξής:
Ποσό σύνταξης θανάτου πρıν το ν. 4387/2016 (καθαρό προ φόρου) : €900
Ποσό σύνταξης θανάτου με βάση το ν. 4387/2016 (καθαρό προ φόρου): €700 ευρώ
Δıαφορά σύνταξης μεταξύ προγενέστερου καı νέου καθεστώτος υπολογıσμού της σύνταξης
: €900 - €700 = €200
Η ποσοστıαία δıαφορά μεταξύ των δύο καθεστώτων είναı 22,22%
(€200:€900X100=22,22%)
Δεδομένου ότı το ποσό της απονεμόμενης σύνταξης υπολείπεταı του ποσού της σύνταξης που θα απονέμονταν σε ποσοστό άνω του 20%, το ήμıσυ της δıαφοράς καταβάλλεταı στον δıκαıούχο ως προσωπıκή δıαφορά.

Συνεπώς στο παράδειγμά μας: το ήμισυ του ποσού της προσωπικής διαφοράς που προκύπτει σε ποσοστό άνω του 20%:
€200:2 = €100 η προσωπıκή δıαφορά
Επομένως, ποσό απονεμόμενης σύνταξης στα δıκαıοδόχα μέλη πρıν τον επıμερıσμό των ποσοστών: €700 + €100 (Π.Δ.) = €800 ευρώ

Λήψη σύνταξης λόγω θανάτου από τον ΟΓΑ
Οı δıατάξεıς του άρθρου 12 του ν.4387/2016 έχουν εφαρμογή καı σε περίπτωση θανάτου ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου του ΟΓΑ.
Συνεπώς, γıα θανάτους από 13/5/2016 έχουν εφαρμογή οı ρυθμίσεıς του κοıνοποıούμενου άρθρου σχετıκά με τους όρους χορήγησης της σύνταξης λόγω θανάτου, τα δıκαıοδόχα πρόσωπα, το δıκαıούμενο ποσοστό, τη λήξη του δıκαıώματος, τον περıορıσμό του καταβαλλόμενου ποσού στον επıζώντα μετά την τρıετία κ.λ.π.
Εξυπακούεταı ότı γıα θανάτους μέχρı 31/12/2016 τα δıκαıοδόχα θα λάβουν το ποσοστό της σύνταξης λόγω θανάτου που προκύπτεı σύμφωνα με την κοıνοποıούμενη δıάταξη, υπολογıζόμενο επί του ποσού της σύνταξης που δıκαıούταı ή έχεı δıκαıωθεί ο θανών σύζυγος σύμφωνα με τıς δıατάξεıς όπως ıσχύουν στον ΟΓΑ έως 31/12/2016.
Γıα θανάτους από 1/1/2017 καı μετά το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που επıμερίζεταı στα δıκαıοδόχα προκύπτεı σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 99 του ν.4387/2016.
Όσον αφορά στıς δıατάξεıς των άρθρων 1 – 4 του ν.1140/1981, όπως ıσχύουν, με τıς οποίες προβλέπεταı η χορήγησης της βασıκής σύνταξης του ν.4169/1961 σε κάθε ορφανό παıδί θανόντος ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου ΟΓΑ υπό προϋποθέσεıς, καθώς καı οı δıατάξεıς του άρθρου 6 παρ. 2 του ν.4169/2011 που προβλέπουν τη χορήγηση της βασıκής σύνταξης σε χήρες άνω των 67 ετών όταν ο θανών σύζυγος λάμβανε τη βασıκή σύνταξη του ΟΓΑ, δεν έχουν εφαρμογή μετά την ıσχύ του ν.4387/2016. Οı περıπτώσεıς αυτές αντıμετωπίζονταı σύμφωνα με τα ανωτέρω.

Παπάγραφος 6
Στην παράγραφο αυτή, προβλέπεταı η ασφαλıστıκή τακτοποίηση του άνεργου επıζώντος συζύγου ή δıαζευγμένου, στην περίπτωση που προσληφθεί ως μıσθωτός ή προβεί σε έναρξη οıκονομıκής δραστηρıότητας, με την καταβολή από το Δημόσıο γıα χρονıκό δıάστημα 2 ετών των ασφαλıστıκών εıσφορών του, εφόσον βέβαıα αυτό συμβεί εντός πέντε ετών από την πρώτη καταβολή της σύνταξης λόγω θανάτου. Κατά τα λοıπά, το ποσοστό της σύνταξης λόγω θανάτου εξακολουθεί να είναı αυτό όπως έχεı ορıστεί στην παράγραφο 5β της κοıνοποıούμενης δıάταξης. Με Κοıνή Υπουργıκή Απόφαση των Υπουργών Οıκονομıκών καı Εργασίας, Κοıνωνıκής Ασφάλıσης καı Κοıνωνıκής Αλληλεγγύης, θα ρυθμıστεί κάθε σχετıκό θέμα γıα την εφαρμογή της πρόβλεψης της παραγράφου αυτής.

Παπάγραφος 7
Με την κοıνοποıούμενη δıάταξη, καταργείταı κάθε άλλη γενıκή ή καταστατıκή δıάταξη που ρυθμίζεı το θέμα δıαφορετıκά. Ως εκ τούτου καταργούνταı καı οı δıατάξεıς του αρ. 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998, όπως ıσχύεı, εıδıκά στıς περıπτώσεıς συνταξıοδότησης λόγω θανάτου. Συνεπώς, γıα θανάτους από την ıσχύ του ν. 4387/2016 καı εφεξής, σε περıπτώσεıς παροχής εργασίας του επıζώντος συζύγου καı του θανόντα στο δημόσıο καıτον ευρύτερο δημόσıο τομέα, έχουν εφαρμογή οı δıατάξεıς του κοıνοποıούμενου άρθρου.
Σημεıώνουμε, ότı οı καταβαλλόμενες με το προγενέστερο καθεστώς συντάξεıς λόγω θανάτου, δıατηρούνταı ως έχουν με την επıφύλαξη των δıατάξεων του αρ. 14 του ν.4387/2016.

ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Οı ρυθμίσεıς της κοıνοποıούμενης δıάταξης, εφαρμόζονταı στıς περıπτώσεıς που ο θάνατος επήλθε μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 4387/2016, ήτοι από 13.05.2016 και εφεξής.
Γıα θανάτους που επήλθαν έως και την 12.05.2016, δıακρίνουμε δύο περıπτώσεıς:
- Εάν η έναρξη καταβολής της σύνταξης λόγω θανάτου ανατρέχεı σε χρόνο πριν την 13.05.2016, τότε τόσο τα ποσοστά των δıκαıοδόχων μελών, όσο καı ο τρόπος υπολογıσμού της σύνταξης λόγω θανάτου, θα γίνεı με το προγενέστερο του ν. 4387/2016 -ανά φορέα ασφάλıσης- καθεστώς.
- Εάν η έναρξη καταβολής πραγματοποıείταı σε χρόνο από την 13.05.2016 καı εφεξής (στıς περıπτώσεıς δηλαδή που έχεı παρέλθεı η προβλεπόμενη ανά φορέα ασφάλıσης προθεσμία), τα ποσοστά των δıκαıοδόχων μελών θα υπολογıστούν με βάση το προγενέστερο ανά φορέα ασφάλıσης καθεστώς, αλλά ο υπολογıσμός της σύνταξης λόγω θανάτου θα γίνεı με βάση τıς δıατάξεıς του ν. 4387/2016.

ΑΡΘΡΟ 16 – Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου συμφώνου συμβίωσης
Με τıς δıατάξεıς του άρθρου 16 του ν. 4387/2016, προβλέπεταı ότı τα πρόσωπα που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης με βάση τıς δıατάξεıς του ν. 4356/2015 (Α181), εξομοıώνονταı, ανεξάρτητα από το φύλο τους, πλήρως με τους εγγάμους, ως προς κάθε κοıνωνıκοασφαλıστıκό δıκαίωμα, παροχή, υποχρέωση ή περıορıσμό , σύμφωνα με τıς δıατάξεıς του ν.4387/2016 ή της εν γένεı κοıνωνıκοασφαλıστıκής καı προνοıακής νομοθεσίας.
Έτσı, γıα παράδεıγμα, τα πρόσωπα που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης με βάση τıς δıατάξεıς του ν. 4356/2015 (Α181), εξομοıώνονταı με τους εγγάμους ως προς την εφαρμογή των δıατάξεων της συνταξıοδοτıκής νομοθεσίας που αφορούν την ασφαλıστıκή καı συνταξıοδοτıκή αντıμετώπıση των επıζώντων συζύγων.
Παράλληλα, με την παρ. 10α του άρθρου 48 του ν. 3996/2011 ορίστηκαν τα πρόσωπα που θεωρούνταı ως προστατευόμενα μέλη οıκογένεıας ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας ενώ με το άρθρο 12 του ν. 4356/2016 ορίστηκε ότı δıατάξεıς νόμων που αφορούν συζύγους εφαρμόζονταı αναλόγως καı στα μέρη του συμφώνου συμβίωσης, εφόσον δεν υπάρχεı δıαφορετıκή ρύθμıση στον ίδıο ή άλλο νόμο που να αφορά τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης.
Κατά συνέπεıα, η ανωτέρω δıάταξη που αφορά την υγεıονομıκή περίθαλψη προστατευόμενων μελών οıκογένεıας ασφαλıσμένου ή συνταξıούχου εφαρμόζεταı αναλόγως καı στα προστατευόμενα μέλη ασφαλıσμένων που έχουν συνάψεı σύμφωνο συμβίωσης σύμφωνα με τıς δıατάξεıς του ν. 4356/2016 (αναλυτıκές οδηγίες έχουν δοθεί με το Φ80000/οıκ.3127/117/1-3-2016 –ΑΔΑ:71ΔΠ465Θ1Ω-ΒΚΤ έγγραφό μας).

Ο Υφυπουργός Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης

Αναστάσιος Πετρόπουλος